Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

οι αγελάδες

  • 1 Στο σκοτάδι όλες οι αγελάδες είναι μαύρες

    Άμα σβήσουν τα καντήλια, όλες οι γάτες είναι σταχτιές
    – Λυχνίας σβεσθήσεις πάση γύνη ομοία
    – Στο σκοτάδι όλες οι γυναίκες ( οι αγελάδες) είναι ίδιες ( μαύρες)
    Ночью все кошки серы
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Στο σκοτάδι όλες οι αγελάδες είναι μαύρες

  • 2 пасти

    пасу, пасшь, παρλθ. χρ. пас
    -ла, -ло
    ρ.δ.μ. βόσκω;•

    пасти коров βόσκω τις αγελάδες•

    пасти стадо βόσκω το κοπάδι.

    || βγάζω στη βοσκή.
    -йсь βόσκω•

    коровы -утся οι αγελάδες βόσκουν•

    лошади -лись τα άλογα βοσκούσαν.

    Большой русско-греческий словарь > пасти

  • 3 Άμα σβήσουν τα καντήλια, όλες οι γάτες είναι σταχτιές

    Άμα σβήσουν τα καντήλια, όλες οι γάτες είναι σταχτιές
    – Λυχνίας σβεσθήσεις πάση γύνη ομοία
    – Στο σκοτάδι όλες οι γυναίκες ( οι αγελάδες) είναι ίδιες ( μαύρες)
    Ночью все кошки серы
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Άμα σβήσουν τα καντήλια, όλες οι γάτες είναι σταχτιές

  • 4 Λυχνίας σβεσθήσεις πάση γύνη ομοία

    Άμα σβήσουν τα καντήλια, όλες οι γάτες είναι σταχτιές
    – Λυχνίας σβεσθήσεις πάση γύνη ομοία
    – Στο σκοτάδι όλες οι γυναίκες ( οι αγελάδες) είναι ίδιες ( μαύρες)
    Ночью все кошки серы
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Λυχνίας σβεσθήσεις πάση γύνη ομοία

  • 5 Στο σκοτάδι όλες οι γυναίκες είναι ίδιες

    Άμα σβήσουν τα καντήλια, όλες οι γάτες είναι σταχτιές
    – Λυχνίας σβεσθήσεις πάση γύνη ομοία
    – Στο σκοτάδι όλες οι γυναίκες ( οι αγελάδες) είναι ίδιες ( μαύρες)
    Ночью все кошки серы
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Στο σκοτάδι όλες οι γυναίκες είναι ίδιες

  • 6 из

    κ. изо πρόθεση
    από, εκ• σημαίνει:
    1. κίνηση από κάποιο σημείο ή απομάκρυνση ή έξοδο•

    выйти из дому βγαίνω από το σπίτι•

    приехать из города έρχομαι από την πόλη•

    извлечь пулю из раны βγάζω τη σφαίρα από την πληγή•

    поезд пришёл - Москвы το τραίνο ήρθε από τη Μόσχα•

    достать платок из кармана βγάζω το μαντήλι από τη τσέπη•

    река вышла из берегов το ποτάμι, ξεχείλισε•

    вырасти из платья το φόρεμα μου είναι μικρό (επειδή αναπτύχτηκα σωματικά)•

    выйти из терпения χάνω την υπομονή•

    выбиваться из сил εξαντλούμαι, αποκάμω•

    изчезать из виду χάνω από τα μάτια μου, εξαφανίζεται, γίνεται άφαντος.

    2. προέλευση, πηγή•

    знать из газет μαθαίνω από τις εφημερίδες•

    цитата эта из виргилия το τσιτάτο αυτό είναι από το Βιργίλιο•

    из достоверных источников από έγκυρες πηγές•

    человек из Парижа παριζάνος.

    || καταγωγή•

    из рабочей семьи από εργατική οικογένεια•

    он происходит из дворин αυτός κατάγεται από ευγενείς.

    || (δια)χωρνσμό•

    некоторые из учеников μερικοί από τους μαθητές•

    один из них ένας απ αυτούς•

    младший из братьев ο μικρότερος αδελφός.

    3. πολλαπλότητα σύνθεση•

    букет из роз ανθοδέσμη από τριαντάφυλλα•

    комиссия из трёх членов επιτροπή τριμελής•

    стадо из коров и овец κοπάδι από αγελάδες και πρόβατα.

    4. δηλώνει την ύλη από την οποία κατασκευάστηκε•

    ложка из серебра ασημένιο κουτάλι•

    брошка из золота χρυσή καρφίτσα•

    кукла из тряпок κούκλα από κουρέλια•

    варенье из вишен γλυκό από βύσινα•

    мост из железобетона γέφυρα από (με) μπετόν-αρμέ.

    5. διά, με•

    изо всех сил με όλες τις δυνάμεις.

    6. ανάπτυξη•

    из жёлудя вырос дуб από το βαλανίδι μεγάλωσε βαλανιδιά•

    из посёлка возник город από συνοικία έγινε πόλη•

    из либерала он стал реакционером από φιλ,ελεύθερος έγινε αντιδραστικός.

    7. δηλώνει αιτία, αφορμή, σκοπό•

    из зависти από ζήλεια•

    убийство из ревности φόνος από ζηλοφθονία•

    из личных выгод από προσωπικά ωφέλη, από ιδιοτέλεια•

    много шума из пустяков πολύς θόρυβος από το τίποτε•

    из уважения από σεβασμό.

    || παλ. στον, στην, στό•

    он получил двойку из истории αυτός πήρε δυάρι στην ιστορία.

    || μαζί με την πρόθεση «В» σημαίνει επανάλειψη, συνέχεια, διάρκεια•

    из года в год από χρόνο σε χρόνο•

    изо дня в день από μέρα σε μέρα•

    из края в край από άκρη σε άκρη•

    из дома в дом από σπίτι σε σπίτι•

    из рук в руки από χέρι σε χέρι•

    из угла в угол από γωνία σε γωνία.

    Большой русско-греческий словарь > из

  • 7 обойти

    обойду, обойдёшь, παρλθ. χρ. обошёл, -шла, -шло, προστκ. обойди, μτχ. παρλθ. χρ. обошедший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обойдённый, βρ: -дён, -дена, -дено, επιρ. μτχ. обошедши κ. обойдя
    ρ.σ.μ.
    1. γυρίζω, κάνω γύρο, φέρνω γύρω. || (περι)κυκλώνω, πολιορκώ•

    обойти зверя περικυκλώνω το θηρίο.

    || (στρατ.) υπερφαλαγγίζω.
    2. παρακάμπτω, περνώ δίπλα. || μτφ. αποφεύγω, δε θίγω. || μτφ. αφήνω στάσιμο, δεν προβιβάζω.
    3. περιέρχομαι, γυρίζω παντού, τα φέρω όλα γύρω. || περιέρχομαι έναν-έναν, περνώ με τη. σειρά όλους. || διαδίδομαι, ξαπλώνομαι, κυκλοφορώ•

    новость обошла весь город η είδηση διαδόθηκε σ όλη την πόλη.

    4. (κυρλξ. κ. μτφ.) ξεπερνώ, προσπερνώ, προηγούμαι•

    он обошл эту трудность αυτός την ξεπέρασε αυτή τη δυσκολία.

    5. (εξ)απατώ•

    его обошли τον αξαπάτησαν.

    1. φέρνομαι, συμπεριφέρνομαι•

    обойти грубо συμπεριφέρνομαι απότομα.

    2. κοστίζω, στοιχίζω•

    обед мне обошлся дорого το γεύμα μου κόστισε ακριβά.

    3. τα βολεύω, τα βγάζω πέρα•

    трудно, но как-нибудь обойдусь είναι δύσκολα, όμως κάπως θα τα βγάλω πέρα.

    || τα καταφέρνω•

    без него обойдёмся χωρίς αυτόν θα τα καταφέρομε.

    || αρκούμαι, περνώ, πορεύω.
    4. (με την πρόθεση «без») δεν περνώ, δεν κάνω, δε γίνομαι•

    без пищи нельзя обойти χωρίς τροφή δεν κάνεις.

    5. περνώ καλά, αίσια, τελειώνω με το καλό•

    всё обошлось благополучно όλα πήγαν καλά.

    6. συνηθίζω, εξο ικειώνομαι.
    7. διαλκ. (για αγελάδες, φοράδες) γκαστρώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обойти

  • 8 передоить

    -дою, -доишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. передоенный, βρ: -доен, -а, -о
    ρ.σ.μ. αρμέγω•

    передоить всех коров αρμέγω όλες τις αγελάδες.

    Большой русско-греческий словарь > передоить

  • 9 перетоптать

    -топчу, -топчешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перетоптанный, βρ: -тан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    ποδοπατώ, τσαλαπατώ (όλα, πολλά)•

    коровы -ли весь луг οι αγελάδες ποδοπάτησαν όλο το λειβάδι.

    Большой русско-греческий словарь > перетоптать

  • 10 прогнать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прогнанный, βρ: -нан, -а, -о.
    1. οόηγώ, κατευθύνω• σαλαγώ•

    прогнать коров в поле βγάζω τις αγελάδες στη βοσκή.

    2. διώχνω, εκδιώκω•

    прогнать собаку на двор διώχνω το σκυλί στην αυλή•

    прогнать детей из комнаты διώχνω τα παιδιά από το δωμάτιο.

    || απολύω•

    прогнать со службы διάχνω από την υπηρεσία.

    || μτφ. αποβάλλω, απομακρύνω•

    прогнать ш-приятные воспоминания διώχνω τις κακές αναμνήσεις•

    прогнать скуку διώχνω την ανία.

    3. διατρέχω, διανύω, διασχίζω•

    прогнать на лошади два километра в десять минут διατρέχω με το άλογο δυο χιλιόμετρα σε δέκα λεπτά.

    4. χώνω, μπήγω•

    прогнать гвоздь сквозь стену μπήγω το καρφί στον τοίχο.

    εκφρ.
    прогнать сквозь строй – διαπόμπευση στρατιώτη στον τσαρικό στρατό (ο στρατιώτης περνούσε ανάμεσα, από δυο ζυγούς, χτυπούμενος από τους συνταγμένους στρατιώτες).
    βλ. гнаться.

    Большой русско-греческий словарь > прогнать

  • 11 тридцать

    -и, -ью
    ο αριθμός (30). || ποσότητα τριάντα•

    тридцать рублей τριάντα ρούβλια•

    у него тридцать коров αυτός έχει τριάντα αγελάδες•

    около -и περίπου τριάντα, καμιά τριανταριά.

    Большой русско-греческий словарь > тридцать

См. также в других словарях:

  • Αγελάδες Φαραώ — Πρόκειται για τις γνωστές από την Παλαιά Διαθήκη εφτά παχιές και εφτά ισχνές α. που είδε στον ύπνο του ο τότε φαραώ της Αιγύπτου. Το όνειρο εξήγησε o Ιωσήφ ως εξής: οι εφτά παχιές α. σημαίνουν εφτάχρονη ευημερία, ενώ οι εφτά ισχνές εφτάχρονη… …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • δαμαλίτιδα — Λοιμώδης νόσος, που οφείλεται σε διηθητό ιό και παρατηρείται κυρίως σε αγελάδες και άλογα, γνωστή και ως ευλογιά της αγελάδας. Στο μέρος όπου ενοφθαλμίζεται ο ιός, εμφανίζονται φλύκταινες (φουσκάλες), ενώ τα γενικά συμπτώματα είναι συνήθως ήπια.… …   Dictionary of Greek

  • τετανία — Κατάσταση αυξημένης διεγερσιμότητας του νευρικού συστήματος. Μπορεί να εκδηλωθεί γύρω στον τρίτο ή τέταρτο μήνα από τη γέννηση ή κατά την εφηβία και αποτελεί το σημαντικότερο σύμπτωμα του υποπαραθυρεοειδισμού. Ο παροξυσμός προκαλείται από… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… …   Dictionary of Greek

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»